Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναθυμίαση  
ουσιαστικό θηλυκό

emanazio`ne ~f~; esalazio`ne ~f~; efflu`vio ~m~ λιποθύμησε από τις αναθυμιάσεις του φρεατίου==è svenuto a causa delle esalazioni della fogna | δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις==esalazioni pestilenziali

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναθυμίαμα αναθυμιέμαι  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


οι αναθυμιάσεις [f.] = fumi [αρσ. πλυθ.] industriali


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---