Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναίμακτος  
επίθετο

incrue`nto; senza spargime`nto di sa`ngue αναίμακτη μάχη==battaglia incruenta

αναίμαχτος
επίθετο

variante di [αναίμακτος]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναίμακτα αναίμαχτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---