Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναιδέστατος
επίθετο superlativo di [αναιδής] αναιδέστερος επίθετο comparativo di [αναιδής] αναιδής επίθετο impude`nte; sfaccia`to; sfronta`to; insole`nte permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |