Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναίρεση
ουσιαστικό θηλυκό 1 rittrattazione 2 confutazione; oppugnazione 3 diritto annullame`nto ~m~, cassazio`ne ~f~ di una sentenza permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |