Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναισθησία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 incoscie`nza ~f~; insensibilità ~f~ σε κατάσταση αναισθησίας==in stato di incoscienza
2 medicina anestesi`a ~f~ ολική αναισθησία==anestesia generale | τοπική αναισθησία==anestesia locale
3 ((figurato)) insensibilità ~f~; indiffere`nza ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναιρών αναισθησιακός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---