Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναιρούμαι
ρήμα παθητικό

esclu`dersi

αναιρώ  
ρήμα μεταβατικό

1 ritratta`re αναιρώ τους ισχυρισμούς μου==ritrattare le proprie parole
2 confuta`re; controba`ttere; oppugna`re αναιρώ τα επιχειρήματα του αντιπάλου==confutare le affermazioni dell'avversario
3 diritto annulla`re, cassa`re una sente`nza

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναιρετικός αναιρών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---