Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάθεμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

ecclesiastico anate`ma ~m~; scomu`nica ~f~ π' ανάθεμά τον==accidenti a lui! | ας πάει στ' ανάθεμα!==che vada al diavolo! || che il diavolo se lo porti via!

ανάθεμα!  
επιφώνημα

mondo birbo`ne!

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναθαρρύνω αναθεματάω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---