Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναζωπυρώνομαι
ρήμα παθητικό 1 riaccendersi 2 rinfiammarsi 3 rinfocolarsi αναζωπυρώνω ρήμα μεταβατικό 1 riacce`ndere; attizza`re; rinfocola`re; ravviva`re ((anche in senso figurato)) αναζωπύρωσα το ενδιαφέρον του για τη μελέτη==ho ravvivato il suo interesse per lo studio | αναζωπυρώνω τη φωτιά στο τζάκι==riaccendere, attizzare il fuoco nel camino 2 ((figurato)) rinfocola`re; attizza`re; riacutizza`re αναζωπυρώνω παλιές εχθρές==rinfocolare vecchi rancori permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |