Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασύρνω
ρήμα μεταβατικό

variante di [ανασύρω]

ανασύρω  
ρήμα μεταβατικό

1 leva`re; solleva`re; tira`re su; tira`re fuo`ri ανέσυραν δύο πτώματα από τα ερείπια==hanno tirato fuori due cadaveri dalle macerie | ανασύρω την άγκυρα==levare l'ancora
2 sguaina`re ~f~; trarre ~f~ ανέσυρε το ξίφος==sguainò la spada

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασυρμένος ανασυρόμενος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---