Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανασυντάζω
ρήμα μεταβατικό variante di [ανασυντάσσω] ανασυντάσσομαι ρήμα παθητικό 1 mobilita`rsi 2 riordina`rsi ανασυντάσσω ρήμα μεταβατικό ricostrui`re; riorganizza`re ανασυντάσσω το στράτευμα πριν από την επίθεση==riorganizazre le truppe prima di un attacco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |