Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανάσχεση
ουσιαστικό θηλυκό arre`sto ~m~; inibizio`ne ~f~; contenime`nto ~m~ ανάσχεση αιμορραγίας==arresto di un'emorragia | ανάσχεση πληθωρισμού==contenimento dell'inflazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |