Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάσχεση  
ουσιαστικό θηλυκό

arre`sto ~m~; inibizio`ne ~f~; contenime`nto ~m~ ανάσχεση αιμορραγίας==arresto di un'emorragia | ανάσχεση πληθωρισμού==contenimento dell'inflazione

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασφάλιστος ανασχετικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---