Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναταράζομαι
ρήμα παθητικό

agita`rsi

αναταράζω  
ρήμα μεταβατικό

agita`re; turba`re τα κουπιά ανατάραζαν την ήρεμη επιφάνεια της λίμνης==i remi turbavano la calma superficie del lago

αναταράσσομαι
ρήμα παθητικό

variante di [αναταράζομαι]

αναταράσσω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αναταράζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναταραγμένος ανατάραξη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---