Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανατέλλω
ρήμα αμετάβατο 1 so`rgere; spunta`re; leva`rsi το χειμώνα ο ήλιος ανατέλλει πιο αργά==d'inverno il sole sorge più tardi | η χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου==il paese del Sol Levante 2 [senso figurato] inizia`re; spunta`re ανατέλλει μια νέα εποχή για την ανθρωπότητα==inizia una nuova epoca per l'umanità ανατέλνω ρήμα αμετάβατο variante di [ανατέλλω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |