Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναταραχή
ουσιαστικό θηλυκό agitazio`ne ~f~; scompi`glio ~m~; subbu`glio ~m~ βρίσκομαι σε αναταραχή==trovarsi in stato di agitazione permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |