Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανατινάζομαι
ρήμα παθητικό 1 salta`re in a`ria το γεφύρι ανατινάχτηκε==il ponte è saltato in aria 2 ((figurato)) trasali`re; sobbalza`re ανατινάχτηκε μόλις είδε την οχιά==trasalì alla vista della vipera ανατινάζω ρήμα μεταβατικό far salta`re in a`ria ανατίναξαν μια μπαρουταποθήκη==hanno fatto esplodere una polveriera ανατινάσσομαι ρήμα παθητικό variante di [ανατινάζομαι] ανατινάσσω ρήμα μεταβατικό variante di [ανατινάζω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |