Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανατολή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 il so`rgere del sole
2 est ~m~; orie`nte ~m~; leva`nte ~m~ Εγγύς Ανατολή==Vicino Oriente | Μέση Ανατολή==Medio Oriente | Άπω Ανατολή==Estremo Oriente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανατοκισμός ανατολικά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η Άπω Ανατολή = Estremo Oriente [αρσ.] || μ Μέση Ανατολή = Medio Oriente [αρσ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---