Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανατομία
ουσιαστικό θηλυκό anatomi`a ~f~ ((anche in senso figurato)) αίθουσα ανατομίας==sala di anatomia | ανατομία ενός εγκλήματος==anatomia di un delitto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |