Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΑνατολίτης
ουσιαστικό αρσενικό 1 orienta`le ~m~ 2 ((per estensione)) chi ha una mentalità retro`grada, reaziona`ria 3 ((per estensione)) chi vuo`le vi`vere come un pascià Ανατολίτισσα ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [Ανατολίτης ^-η, ο^] 2 orienta`le ~f~ 3 ((per estensione)) chi ha una mentalità retro`grada, reaziona`ria 4 ((per estensione)) chi vuo`le vi`vere come un pascià permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |