Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανατόμος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 anato`mico ~m~; anatomi`sta ^mf^
2 dissetto`re ~m~; me`dico ~m~ setto`re
3 ((figurato)) chi anali`zza minuziosame`nte

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανατομικός ανατοξίνη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---