Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασχηματισμός  
ουσιαστικό αρσενικό

1 ricostituzio`ne ~f~
2 rimaneggiame`nto ~m~; rimpa`sto ~m~ φημολογείται ανασχηματισμός της κυβέρνησης==corre voce di un rimpasto ministeriale

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασχηματισμένος ανατανυώ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---