Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασχηματισμένος  
επίθετο

1 participio passato del verbo [ανασχηματίζω]
2 ricostitui`to
3 riforma`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασχηματίζω ανασχηματισμός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---