Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανασφαλέστατος
επίθετο

superlativo di [ανασφαλής]

ανασφαλέστερος
επίθετο

comparativo di [ανασφαλής]

ανασφαλής  
επίθετο

insicu`ro ανασφαλής άνθρωπος==persona insicura

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανασφάλεια ανασφάλιστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---