Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανασύνταξη
ουσιαστικό θηλυκό ricostituzio`ne ~f~; ricostruzio`ne ~f~; riorganizzazio`ne ~f~ ανασύνταξις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [ανασύνταξη ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |