Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπαυτικός  
επίθετο

co`modo; riposa`nte αναπαυτική πολυθρόνα==poltrona comoda

αναπαυτικότατος / ο αναπαυτικώτατος
επίθετο

superlativo di [αναπαυτικός]

αναπαυτικότερος / ο αναπαυτικώτερος
επίθετο

comparativo di [αναπαυτικός]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάπαυση αναπαυτικότητα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---