Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναπήδηση
ουσιαστικό θηλυκό sobba`lzo ~m~; sussu`lto ~m~; scatto ~m~; trasalime`nto ~m~ αναπήδησις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αναπήδηση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |