Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναπαύομαι
ρήμα παθητικό 1 riposa`rsi; riposa`re έλα να αναπαυτείς για λίγο==vieni a riposarti un po' 2 riposa`rsi; dormi`re κάθε μεσημέρι αναπαύεται κάνα δύο ώρες==dopopranzo riposa per un paio d'ore 3 ((figurato)) mori`re; riposa`re (in pa`ce) αναπαύεται στο κοιμητήρι του χωριού==riposa nel cimitero del suo paese αναπαύω ρήμα μεταβατικό riposa`re; rilassa`re αναπαύω το κουρασμένο μου κορμί==riposare le stanche membra | ο Θεός να τον αναπαύσει!==riposi in pace! αναπεύω ρήμα μεταβατικό variante di [αναπαύω] ανεπαύω ρήμα μεταβατικό variante di [αναπαύω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |