Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπηδώ  
ρήμα αμετάβατο

1 sobbalza`re; sussulta`re; trasali`re; scatta`re αναπήδησε τρομαγμένος==sobbalzò dalla paura | αναπήδησε από την έκπληξη==sobbalzò dalla sorpresa
2 zampilla`re το αίμα αναπήδησε από την πληγή==il sangue zampillò dalla ferita

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπήδησις αναπηδών  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---