Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπλάθω  
ρήμα μεταβατικό

1 ricrea`re; crea`re nuovame`nte αναπλάθω το χαρακτήρα ενός παιδιού==riplasmare il carattere di un ragazzo
2 rievoca`re; far rivi`vere; ricostrui`re αναπλάθω νοερά ένα επεισόδιο του παρελθόντος==ricreare nella mente un episodio del passato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάπηρος ανάπλαση  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---