Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
αναπληρωτής
ουσιαστικό αρσενικό
sostitu`to ~m~; supple`nte ~m~
αναπληρωτής καθηγητής==professore supplente
αναπληρώτρια
ουσιαστικό θηλυκό
1
femminile di
[αναπληρωτής ^-ής, ο^]
2
sostitu`ta ~f~; supple`nte ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< αναπλήρωση
ανάπλους >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
αναπληρωματικός
[επίθ.]
αναπληρωμένος
[επίθ.]
αναπληρών
[επίθ.]
αναπληρώνω
{αναπλήρω-...
αναπλήρωση
{-ης κ. -ώ...
αναπληρωτής
[ουσ αρσ ]
αναπληρώτρια
[θηλ.ουσ]
ανάπλους
[ουσ αρσ ]
αναπνεύσιμος
[επίθ.]
αναπνευστήρας
[ουσ αρσ ]
αναπνευστικός
[επίθ.]
αναπνέω
{ανάπνευσα...
αναπνέω
{ανάπνευσα...
αναπνοή
[θηλ.ουσ]
ανάπνοια
[θηλ.ουσ]
αναπνοομετρία
[θηλ.ουσ]
αναπνοόμετρο
[ουσ ουδ.]
ανάποδα
[επίρ.]
αναποδάω
[ρ. μτβ.]
αναπόδεικτος
[επίθ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis