Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπληρωτής  
ουσιαστικό αρσενικό

sostitu`to ~m~; supple`nte ~m~ αναπληρωτής καθηγητής==professore supplente

αναπληρώτρια
ουσιαστικό θηλυκό

1 femminile di [αναπληρωτής ^-ής, ο^]
2 sostitu`ta ~f~; supple`nte ~f~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπλήρωση ανάπλους  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---