Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπλήρωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ricollocame`nto ~m~
2 rimpia`zzo ~m~
3 sostituzio`ne ~f~
4 sube`ntro ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπληρώνω αναπληρωτής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---