Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναπνοή  
ουσιαστικό θηλυκό

1 respi`ro ~m~; fiato ~m~ πήρε μια βαθιά αναπνοή==fece un respiro profondo | κρατώ την αναπνοή μου==trattenere il respiro
2 λειτουργία respirazio`ne ~f~ τεχνητή αναπνοή==respirazione artificiale
3 ((figurato)) respi`ro ~m~; sollie`vo ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπνέω ανάπνοια  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


βουτώ κρατώντας την αναπνοή μου = immergersi in apnea || η τεχνητή αναπνοή = respirazione [θηλ.] bocca a bocca


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---