Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναποδογυρίζομαι
ρήμα παθητικό

1 capovo`lgersi
2 ribalta`rsi

αναποδογυρίζω  
ρήμα αμετάβατο

capovo`lgersi; ribalta`rsi; rovescia`rsi το αυτοκίνητο αναποδογύρισε==l'automobile si è ribaltata

αναποδογυρίζω
ρήμα μεταβατικό

1 rovescia`re; capovo`lgere αναποδογυρίζω τις τσέπες μου==rovesciare le tasche
2 rovescia`re; ribalta`re τα κύματα αναποδογύρισαν τη σχεδία==le onde hanno capovolto la zattera | αναποδογυρίζω μια καρέκλα==ribaltare una sedia

αναποδογυρνάω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αναποδογυρνώ], lo stesso che [αναποδογυρίζω]

αναποδογυρνώ
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [αναποδογυρίζω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναποδιασμένος αναποδογύρισμα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---