Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναποδιάρα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [αναποδιάρης ^-η, o^] αναποδιάρης επίθετο 1 bisbe`tico 2 muso`ne 3 scorbutico αναποδιάρης ουσιαστικό αρσενικό 1 bisbe`tico ~m~ 2 muso`ne ~m~ 3 scorbutico ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |