Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναποδιά  
ουσιαστικό θηλυκό

1 contratte`mpo ~m~; contrarietà ~f~; disgui`do ~m~ είχα μια μικρή αναποδιά==ho avuto un piccolo contrattempo | οι αναποδιές της ζωής==le contrarietà della vita
2 scontrosità ~f~; capri`ccio ~m~ δεν αντέχω πια τις αναποδιές του==non sopporto più i suoi capricci

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάποδη αναποδιάρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---