Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανάποδη
ουσιαστικό θηλυκό 1 tessitura rove`scio ~m~ (di un tessuto) 2 marove`scio ~m~ θα σου ρίξω μιαν ανάποδη που θα δεις τον ουρανό με τ' άστρα!==ti darò un manrovescio da farti vedere le stelle! permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |