Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόανάπλαση
ουσιαστικό θηλυκό 1 il ricrea`re; il crea`re nuovame`nte 2 rievocazio`ne ~f~; ricostruzio`ne ~f~ ανάπλαση μίας δυσάρεστης σκηνής==rievocazione di una scena spiacevole permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |