Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάπαυση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 interva`llo ~m~; so`sta ~f~; pa`usa ~f~ μεσημεριανή ανάπαυση==sonnellino pomeridiano
2 ((figurato)) ripo`so ~m~ ete`rno; mo`rte ~f~
3 militare ripo`so ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναπαυόμενος αναπαυτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---