Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναπαμένος
επίθετο 1 variante di [αναπαυμένος] 2 participio passato del verbo [αναπαύω] αναπαυμένος επίθετο participio passato del verbo [αναπαύω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |