Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναμειγμένος
επίθετο 1 variante di [αναμιγμένος] 2 participio passato del verbo [αναμειγνύω] αναμιγμένος επίθετο participio passato del verbo [αναμειγνύω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |