Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναμειγνύομαι
ρήμα παθητικό

1 amalgama`rsi
2 fo`ndere
3 implica`rsi

αναμειγνύω  
ρήμα μεταβατικό

1 mischia`re; mescola`re
2 ((figurato)) implica`re; coinvo`lgere

αναμιγνύω
ρήμα μεταβατικό

variante di [αναμειγνύω]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναμειγμένος ανάμεικτα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---