Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάμειξη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 mescolame`nto ~m~; mescola`ta ~f~
2 ((figurato)) partecipazio`ne ~f~; implicazio`ne ~f~; coinvolgime`nto ~m~ αρνήθηκε ότι έχει κάποια ανάμειξη στο έγκλημα==negò qualsiasi partecipazione al delitto

ανάμιξη
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ανάμιξη ^-ης, η^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάμεικτος αναμείξιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---