Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάμνηση  
ουσιαστικό θηλυκό

rico`rdo ~m~; memo`ria ~f~; reminisce`nza ~f~ σε ανάμνηση της ηρωικής του πράξης==in memoria, a ricordo della sua azione eroica | παιδικές αναμνήσεις==ricordi d'infanzia

ανάμνησις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανάμνηση]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναμμένος αναμνηστικό  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---