Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναμορφωτής  
ουσιαστικό αρσενικό

1 modificato`re ~m~
2 riedificato`re ~m~
3 riformato`re ~m~
4 rinnovato`re ~m~
5 riorganizzato`re ~m~

αναμορφώτρια
ουσιαστικό θηλυκό

femminile di [αναμορφωτής ^-ή, ο^]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  αναμορφωτήριο αναμορφωτικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---