Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναμφισβήτητα
επίρρημα 1 immancabilme`nte 2 indiscutibilme`nte 3 indubbiame`nte αναμφισβητήτως επίρρημα forma arcaica di [αναμφισβήτητα] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |