Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
ανανεούμενος
επίθετο
participio passato del verbo
[ανανεώνω]
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< άνανδρος
ανανεωμένος >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
άνανδρα
[επίρ.]
ανανδρανώ
3sg αναντρ...
ανανδρία
{χωρ. πληθ...
άνανδρος
[επίθ.]
άνανδρος
[ουσ αρσ ]
ανανεούμενος
[επίθ.]
ανανεωμένος
[επίθ.]
ανανεώνομαι
ipf 3pl αν...
ανανεώνω
{ανανέω-σα...
ανανέωση
{-ης κ. -ώ...
ανανεώσιμος
[επίθ.]
ανανεωτής
[ουσ αρσ ]
ανανεωτικός
[επίθ.]
ανανεώτρια
{ανανεωτρι...
ανανήφω
{ανένηψα} ...
ανάνηψη
{-ης κ. -ή...
ανάνηψις
gen ανάνηψ...
ανανίπτω
ipf ανάνοι...
ανανογιέμαι
3sg ανανογ...
ανανογούμαι
3sg ανανογ...
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis