Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανανέωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 rinno`vo ~m~; rinnovame`nto ~m~
2 il rinnova`rsi
3 rinno`vo ~m~; ripetizione ~f~ ανανέωση μιας υπόσχεσης==il ripromettere, il reiterare una promessa | ανανώση συμβολαίου==rinnovo del contratto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανανεώνω ανανεώσιμος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---