Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανάνηψη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 pentime`nto ~m~
2 ravvedime`nto ~m~

ανάνηψις
ουσιαστικό θηλυκό

forma arcaica di [ανάνηψη]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανανήφω ανανίπτω  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


το τμήμα ανάνηψης = reparto [αρσ.] rianimazione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---