Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ανανδρία  
ουσιαστικό θηλυκό

vigliaccheri`a ~f~; viltà ~f~

αναντρία
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ανανδρία]

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανανδρανώ άνανδρος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---