Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


αναμπουμπούλα  
ουσιαστικό θηλυκό

agitazio`ne ~f~; scompi`glio ~m~; confusio`ne ~f~ στην αναμπουμπούλα ο λύκος χαίρεται==tra i due litiganti il terzo gode

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ανάμπαιγμα αναμφίβολα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---