Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαναμόχλευση
ουσιαστικό θηλυκό 1 il solleva`re con una leva 2 ((figurato)) il riattizza`re; attizzame`nto ~m~; rinfocolame`nto ~m~ αναμόχλευσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [αναμόχλευση ^-ης, η^] αναμόχλεψη ουσιαστικό θηλυκό variante di [αναμόχλευση] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |